- ἀρχιδικαστής
- ἀρχι-δῐκαστής, οῦ, ὁ,A chief judge, D.S.1.48, Plu.2.355a; at Alexandria, BGU1155.6 (i B.C.), OGI136,682, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρχιδικαστής, ο — αρχιδικαστής, ο, η τίτλος ανώτατου δικαστή στην Αγγλία και την Αμερική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχιδικαστής — chief judge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχιδικαστής — ο (Α ἀρχιδικαστής) ἀνώτατος δικαστικός λειτουργός … Dictionary of Greek
ἀρχιδικαστοῦ — ἀρχιδικαστής chief judge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιδικαστῇ — ἀρχιδικαστής chief judge masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιδικαστήν — ἀρχιδικαστής chief judge masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιδικαστῶν — ἀρχιδικαστής chief judge masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
λορδός — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… … Dictionary of Greek
λόρδος — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… … Dictionary of Greek
μουλάς — ο 1. τίτλος ο οποίος απονέμεται σε ιερωμένους τού μουσουλμανικού θρησκεύματος 2. (ειδικά) ο μέγας αρχιδικαστής («ο μουλάς τής Μέκκας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. molla] … Dictionary of Greek